διάστρα

διάστρα
η текст.
1) сновальный барабён; 2) навивальщица основы; 3) паутина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διάστρα" в других словарях:

  • διάστρα — η [διάζομαι] 1. εξάρτημα τού αργαλιού, με τρύπες στην περιφέρεια, όπου τοποθετείται το νήμα για να χρησιμοποιηθεί ως στημόνι 2. γυναίκα που κάνει το διάσιμο* και επιβλέπει την τακτοποίηση τού νήματος στη διάστρα 3. ο ιστός τής αράχνης 4. η αράχνη …   Dictionary of Greek

  • διαστήρι — το [διάζομαι] η διάστρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»